- νιμπορειό
- τοεμπορικό λιμάνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < Νιμπορειός (ὁ), ονομ. πολλών νησιωτικών χωριών, με αλλαγή γένους. Η ονομ. Νιμπορειός έχει προέλθει από συνεκφορά τής αιτ. τού άρθρου τον με το ουσ. εμπορειός (< εμπορείον με καταβιβασμό τού τόνου στη λήγουσα και αλλαγή γένους, πρβλ. ἐργαλεῖον: ἐργαλειός), κατά την εξής διαδικασία: τὸν ἐμπορειόν > τὸ νεμπορειόν > ὁ Νιμπορειός. Η άποψη κατά την οποία η λ. είναι συνθ. με α' συνθετικό νεο- / νιο- και β' συνθετικό το φραγκικό borgo «φρούριο, πύργος» (< λατ. burgus) προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες τόσο ως προς τη θέση του τόνου όσο και ως προς την απόδοση τού λατ. -u- με ελλ. -ο-, δεδομένου ότι δεν μαρτυρείται τ. Νιμπουρειός].
Dictionary of Greek. 2013.